μαθέ — και μαθές επίρρ. 1. βέβαια, πράγματι. 2. τάχα: Λέει μαθές ότι είναι γαλαζοαίματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαθέ — και μαθές επίρρ. 1. βέβαια («δεν ήθελε μαθές να πάει μαζί τους») 2. δηλαδή, προφανώς («θέλει μαθές να μάς κάνει τον σπουδαίο») 3. τάχα («είπε μαθές ότι θα μάς επισκεφθεί») 4. φρ. «ναι μαθές» βεβαιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάθε, προστακτική τού μαθαίνω … Dictionary of Greek
μάθε — μανθάνω learn aor imperat act 2nd sg μανθάνω learn aor ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Learn How to Read and Write, Son — Μάθε παιδί μου γράμματα Mathe paidi mou grammata Directed by Thodoros Maragkos Produced by Thodoros Maragkos Written by Thodoros Maragkos Starring … Wikipedia
μάθ' — μάθαι , μάθη fem nom/voc pl μάθᾱͅ , μάθη fem dat sg (doric aeolic) μάται , μάτη folly fem nom/voc pl μάτᾱͅ , μάτη folly fem dat sg (doric aeolic) μάθε , μανθάνω learn aor imperat act 2nd sg μάθε , μανθάνω learn aor ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Elena Nathanail — Élena Nathanaíl Élena Nathanaíl (en grec : Έλενα Ναθαναήλ) était une actrice grecque née le 31 janvier 1947 à Néa Philadelphia, une ville de la banlieue d Athènes et décédée le 5 mars 2008 à Athènes. Biographie La famille … Wikipédia en Français
Élena Nathanaíl — (en grec : Έλενα Ναθαναήλ) était une actrice grecque née le 31 janvier 1947 à Néa Philadelphia, une ville de la banlieue d Athènes et décédée le 5 mars 2008 à Athènes. Biographie La famille paternelle d Élena Nathanaíl,… … Wikipédia en Français
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
είτε — (AM εἴτε, Α και δωρ. τ. αἴτε) (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. χωρίζει α) δυο ισοδύναμα ή αντίθετα νοήματα συχνά ακολουθείται και από άλλο σύνδεσμο) π.χ. και, ουν, άρα, αυ για μεγαλύτερη έμφαση («εἴτε πετύχω εἴτε αποτύχω», «εἴτ οὖν θανόντος εἴτε καὶ… … Dictionary of Greek
μαθών — και μαθώς (Μ) επίρρ. φυσικά, αναμφίβολα. [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λ. μαθέ] … Dictionary of Greek
μεταπιάνω — και ματαπιάνω (Μ μεταπιάνω) 1. πιάνω ή παίρνω ξανά στα χέρια μου («από τότε που έπαθε καρδιακό επεισόδιο υποσχέθηκε να μη ματαπιάσει χαρτιά στα χέρια του») 2. (σχετικά με τέχνη ή επάγγελμα) ασχολούμαι ή καταγίνομαι πάλι με κάτι ή επιδίδομαι πάλι… … Dictionary of Greek